- ξυροδόκη
- ξυροδόκη και ξυροδόχη, ἡ (Α)η θήκη τού ξυραφιού, η ξυραφοθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + -δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκη / καπνοδόχη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυροδόκη — razor case fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυροδόκην — ξυροδόκη razor case fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυροδόκης — ξυροδόκη razor case fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυροδόχη — ξυροδόχη, ἡ (Α) βλ. ξυροδόκη … Dictionary of Greek
ξυροθήκη — ξυροθήκη, ἡ (Α) ξυροδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + θήκη] … Dictionary of Greek